θαλαμαῖος

θαλαμαῖος
θᾰλᾰμ-αῖος, ον,
A shut up, kept at home,

γυνή Ph.2.297

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλαμαίος — θαλαμαῑος, αία, ον (Α) ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. αιος (πρβλ. αγωγ αίος, οδ αίος) …   Dictionary of Greek

  • θαλαμαίου — θαλαμαῖος shut up masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”